υποτριπλάσιος

υποτριπλάσιος
-α, -ο
ο τρεις φορές μικρότερος ή λιγότερος από κάτι άλλο: Το 5 είναι υποτριπλάσιο του 15.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὑποτριπλάσιος — subtriple masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποτριπλάσιος — α, ο / ὑποτριπλάσιος, ον, ΝΜΑ [τριπλάσιος] τρεις φορές μικρότερος από άλλον …   Dictionary of Greek

  • ὑποτριπλάσιον — ὑποτριπλάσιος subtriple masc/fem acc sg ὑποτριπλάσιος subtriple neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -πλάσιος — ΝΜΑ κατάλ. αναλογικών αριθμητικών επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που προέρχεται από β συνθετικό * πλατος + κατάλ. ιος με συριστικοποίηση τού τ (πρβλ. δημόσιος < *δημότιος < δημότης). Ο αμάρτυρος τ. * πλατος ανάγεται στη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”